βιάζω

βιάζω
(AM βιάζω)
Ι.1. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου, αναγκάζω με τη βία
2. αναγκάζω με τη βία πρόσωπο σε σαρκική ένωση μαζί μου
μσν.- νεοελλ.
πιέζω κάποιον φορτικά
νεοελλ.
1. καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση κάποιον
2. παρακινώ, παροτρύνω έντονα κάποιον
3. καταπονώ, βασανίζω
II. βιάζομαι (AM βιάζομαι)
επείγομαι, σπεύδω (α. «όποιος βιάζεται σκοντάφτει» β. «δρόμῳ βιάσασθαι ἐς τὴν Ποτείδαιαν», Θουκ.)
νεοελλ.
1. επισπεύδω κάτι ή έχω άμεση ανάγκη για κάτι («το βιάζομαι το φόρεμα»)
2. βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση
μσν.
καταβάλλω έντονη προσπάθεια
αρχ.
1. καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου
2. πετυχαίνω κάτι με τη βία
3. χρησιμοποιώ βία
4. επιμένω με πείσμα σε κάποια άποψη
5. (για ασθένεια) χειροτερεύω, επιδεινώνομαι
6. φρ. α) «βιάζομαι νόμους» — παραβιάζω, καταπατώ
β) «βιάζομαι ἐμαυτόν» — αυτοκτονώ
III. (μτχ. παθ. παρκμ.) βεβιασμένος, -η, -ο
όποιος έχει υποστεί κάτι με τη βία
νεοελλ.
βιασμένος, -η, -ο
όποιος έχει υποστεί βιασμό
νεοελλ.
1. αυτός που έχει γίνει βιαστικά, με προχειρότητα
2. φρ. «βεβιασμένο χαμόγελο» — όχι αληθινό, επίπλαστο
αρχ.
οι βεβιασμένοι
οι υπόδουλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα βιάζω και βιάζομαι αποτελούν παρεκτεταμένες μορφές των βιάω, -ώ και βιάομαι, -ώμαι, τα οποία είναι επικοί τ. που προέρχονται από το ουσ. βία*, εκτός αν το βιώμαι θεωρηθεί πρωταρχικός ριζικός τ. Το ρ. βιάζομαι από τον Όμηρο χρησιμοποιείται με ενεργητική σημ. και αντικατέστησε το βιώμαι στον αττικό πεζό λόγο. Επιπλέον παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη σημασιολογική εξέλιξη στη νέα Ελληνική, δηλ. από την παλαιά σημ. «καταβάλλω κάποιον με τη βία, καταβάλλω έντονη προσπάθεια, αγωνίζομαι να κατορθώσω κάτι» μετέπεσε στη σημ. «σπεύδω», επειδή αυτός που προσπαθεί έντονα να φέρει κάτι σε πέρας ενεργεί με ταχύτητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιάζω — βιάζω, βίασα βλ. πίν. 35 (προφ. βι άζω) Σημειώσεις: βιάζω : καμιά φορά απαντάται και ο τύπος έβιαζα με την έννοια αναγκάζω, π.χ. Μια κεκτημένη ταχύτητα την έβιαζε να ετοιμάζει φαγητό [Κυρία Κούλα, σελ. 58] …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βιάζω — constrain pres subj act 1st sg βιάζω constrain pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάζω — σα, στηκα, βιασμένος 1. εξαναγκάζω κάποιον σε μία πράξη, τον πιέζω να την κάνει, ασελγώ: Οι καταστάσεις μάς βιάζουν στο να αναλάβουμε δράση. 2. εξαναγκάζω κάποιον στη σεξουαλική πράξη παρά τη θέλησή του: Σύρθηκε στα δικαστήρια με την κατηγορία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βεβιασμένα — βιάζω constrain perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβιασμένᾱ , βιάζω constrain perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβιασμένᾱ , βιάζω constrain perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάζεσθε — βιάζω constrain pres imperat mp 2nd pl βιάζω constrain pres ind mp 2nd pl βιάζω constrain imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάζετε — βιάζω constrain pres imperat act 2nd pl βιάζω constrain pres ind act 2nd pl βιάζω constrain imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιάζῃ — βιάζω constrain pres subj mp 2nd sg βιάζω constrain pres ind mp 2nd sg βιάζω constrain pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβιασμένον — βιάζω constrain perf part mp masc acc sg βιάζω constrain perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβιασμένων — βιάζω constrain perf part mp fem gen pl βιάζω constrain perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβιάσμεθα — βιάζω constrain perf ind mp 1st pl βιάζω constrain plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”